ὑβρίζουσι

ὑβρίζουσι
ὑ̱βρίζουσι , ὑβρίζω
wax wanton
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ὑ̱βρίζουσι , ὑβρίζω
wax wanton
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεμεσώ — νεμεσῶ, άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, άω) 1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.) 2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”